Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τῇ δικαιώσει

См. также в других словарях:

  • δικαιώσει — δικαίωσις setting right fem nom/voc/acc dual (attic epic) δικαιώσεϊ , δικαίωσις setting right fem dat sg (epic) δικαίωσις setting right fem dat sg (attic ionic) δικαιόω set right aor subj act 3rd sg (epic) δικαιόω set right fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оправьдати — ОПРАВЬДА|ТИ (40), Ю, ѤТЬ гл. 1.Признать (признавать) невиновным, оправдать (оправдывать): Не оправьдаи неправьдьнааго аште и дрѹгъ ти ѥсть. (δικαιοῦν) Изб 1076, 27; Съгрѣшѧюштааго въ своѫ д҃шю кто оправдаѥть (δικαιώσει) Там же, 147; разбои||ника… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»